ἱμαντοπάροχος

ἱμαντοπάροχος
ἱμαντο-πάροχος, ,
A purveyor of straps, etc., for the races, CIG2758 D6 ([place name] Aphrodisias).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιμαντοπάροχος — ἱμαντοπάροχος, ὁ (Α) αυτός που παρέχει ιμάντες για τους αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + παροχος (< παρέχω), πρβλ. ελαιο πάροχος, υδρο πάροχος] …   Dictionary of Greek

  • ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”